Toponym
Substantiv
f
Aussprooch (IPA): [nɔɾviˈʝia]
Audio:
lauschteren
Bedeitung:
Bsp:
- H Νορβηγία είναι ένα βασίλειο.(I Norvi̱gía eínai éna vasíleio.)
- Είμαι από τη Νορβηγία.(Eímai apó ti̱ Norvi̱gía.)
- Το Όσλο είναι η πρωτεύουσα της Νορβηγίας.(To Óslo eínai i̱ pro̱tév̱ousa ti̱s Norvi̱gías.)
- Oslo ass d'Haaptstad vun Norwegen.